- σκύμνον
- σκύμνοςcub. whelpmasc/fem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σκύμνον — Σκύμνος cub. whelp masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
LEAENA — I. LEAENA Ambraciotis olim pro Numine fuit: quos eam velut libertatis suae vindicem honorâsse, testatur Aelian. idque hac occasione, quod, qui tyrannidem apud illos invaserat, leaenae catulis suis cinctae obviam factus, ab ea esset discerptus.… … Hofmann J. Lexicon universale
ευτυχώ — (ΑΜ εὐτυχῶ, έω) [ευτυχής] είμαι ευτυχής, ευδαιμονώ, ευημερώ, είμαι σε καλή κατάσταση (α. «ἄνθεσι Διαγόρας ἐστεφανώσατο δίς, κλεινᾷ τ ἐν Ἰσθμῷ τετράκις εὐτυχέων», Πίνδ. β. «ευτύχησε στις επιχειρήσεις του») νεοελλ. (μτχ. παθ. παρακμ.) ευτυχισμένος … Dictionary of Greek
σκύμνος — Έλληνας γεωγράφος από τη Χίο (2ος αι. π.Χ.). Του έχει αποδοθεί απόσπασμα περιγραφής της γης σε ιαμβικό τρίμετρο, που περιγράφει την ακτή της Ευρώπης ως την Απολλωνία του Πόντου. Έζησε στη Βιθυνία, και αφιέρωσε το έργο του, που αποτελείται από… … Dictionary of Greek